ΒΙΒΛΙΑ

9 Σεπτεμβρίου, 2009

Γιώργος Ζαμπέτας

Βίος και Πολιτεία – «Και η βρόχα έπιπτε στρέτ θρου»


Συγγραφέας:     Κλειάσιου Ιωάννα
Εκδότης:     ΝΤΕΦΙ
Ημερ/νία έκδοσης:     1997

«…Ο βίος και η πολιτεία του Γιώργου Ζαμπέτα είναι ένα οδοιπορικό τόσο του δικού του βίου όσο και του βίου των νεοελλήνων της τελευταίας εξηκονταετίας. Ένα οδοιπορικό που στη διαδρομή του απεικονίζει τον κόσμο της «ψυχαγωγίας» της νύχτας με όλα τα λαμπερά και όλα τα σκοτεινά σημεία του. Έναν κόσμο που ο Γιώργος Ζαμπέτας και οι αληθινοί ρεμπέτες του καιρού του τον ήθελαν όμορφο, ανθρώπινο και ονειρεμένο, μέσα από την αναζήτηση των μουσικών του παρελθόντος, για να μην εκχυδαϊζεται η μουσική του μέλλοντος…»
(Σταύρος Ξαρχάκος)

«…Εγώ πιστεύω στο στίχο, είμαι στιχοπλόκος και τη μουσική τη θεωρώ σάλτσα. Ο Γιώργος ήταν μουσικός κι απ’ αυτή την άποψη είμαστε αντίθετοι. Η μουσική όμως του Ζαμπέτα δεν χρειάζεται τον στίχο. Εκεί είναι που με αναιρεί ο Ζαμπέτας. Μου λέει: «Κοίτα μάγκα, μπορεί να είμαστε φιλαράκια, αλλά εκεί που εσύ μου λες πως πρώτα είναι ο στίχος, εγώ σου δείχνω ότι πρώτα είναι η μουσική…»
(Άκης Πάνου)


Τάκης Μπίνης

Βίος ρεμπέτικος –  «Μπροστά σου πάντα απλώνεται ένα δίχτυ»


Συγγραφέας:     Κλειάσιου Ιωάννα
Εκδότης:     ΝΤΕΦΙ
Ημερ/νία έκδοσης:     2004

«… Η συντριβή ονείρων και οραμάτων, δημιούργησε την ανάγκη ενός παραμυθητικού, λυτρωτικού τραγουδιού για τα πάθη της ψυχής, του έρωτα, της κοινωνίας και της α-κοινωνικής, σκληρής πραγματικότητάς μας.
Μέσα στον ευρύ κύκλο αυτής της ανάγκης, ο κύκλος των ρεμπέτικων τραγουδιών ήταν ιδιαίτερης ευαισθησίας, καταγγελτικότητας, νοσταλγίας και δραματουργίας· που, στην αρχή της μουσικής και τραγουδοποιητικής λειτουργίας της, εκφράστηκε συντεχνιακά και μυητικά ως «εκκλησία» πόνου και διαμαρτυρίας, στην Αθήνα, στον Πειραιά, στη Θεσσαλονίκη, στη Βόρεια Ελλάδα, παντού. Κυρίως σε χώρους λαϊκής μουσικής ψυχαγωγίας και παραμυθίας…»
(Σταύρος Ξαρχάκος)

«…Και είναι πολύ σημαντικές όλες οι αφηγήσεις, γιατί ο Μπίνης ζει τα πάντα όχι απλώς έντονα, αλλά ακραία έντονα. Και τα αναθυμάται όλα με ειλικρίνεια, με αυτοκριτική διάθεση και με νοσταλγία. Ευθύς, βαρύς, αυστηρός, άλλοτε τρυφερός κι άλλοτε ωμός και απροκάλυπτος, θα δυσαρεστήσει και θα ξεβολέψει όσους καυχώνται ότι τα ξέρουν όλα για το ρεμπέτικο. …Γιατί ο Μπίνης είναι αυθεντικός, δεν είναι γιαλαντζί. Γιατί η ταύτισή του με το ρεμπέτικο τραγούδι είναι πλήρης. Γιατί έχει πει καταπληκτικά τραγούδια που του τα πέρασαν οι σπουδαιότεροι δημιουργοί. Γιατί κράτησε μαγαζιά. Γιατί υπερασπίστηκε με σθένος το λαϊκό τραγούδι. Γιατί συνεργάστηκε με τους καλύτερους μουσικούς. Γιατί έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του χαρακτηριστικού ύφους της ρεμπέτικης ερμηνείας, που υποχωρούσε στο τέλος της δεκαετίας του ’40 και στην αρχή της δεκαετίας του ’50. Και βεβαίως, γιατί δεν άφησε το πάλκο ποτέ!…»
(Στέλιος Ελληνιάδης)


«Μικρά νυχτερινά»

Συγγραφέας:    Στέλιος Ελληνιάδης
Εκδότης:     ΝΤΕΦΙ
Ημερ/νία έκδοσης:     2007

«Σας έγραψα μικρής διάρκειας ιστορίες που μου αρέσει να διηγούμαι στις παρέες σαν παραμύθια. Σαν παραμύθια σύγχρονα, για μεγάλους. Σαν παραμύθια αληθινά, όπως όλα τα παραμύθια. Μαλακά και σκληρά, σαν τις ουσίες. Με καλούς και κακούς. Με αγάπη και μοναξιά. Διαπλεκόμενα. Απρόβλεπτα. Όλα προσωπικά και όλα νυχτερινά, που τα αισθάνεται κανείς πιο έντονα, σαν κομήτες που περνώντας φωτίζουν ή τσουρουφλίζουν. Παραμύθια που τελειώνουνε και παραμύθια που συνεχίζουνε. Παραμύθια, κυρίως του δρόμου.»

Της νύχτας τα καµώµατα

Στα «Μικρά νυχτερινά» που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις «Ντέφι» μιλώντας για τα απρόβλεπτα της ζωής. Εκεί, μαζί με άλλες ιστορίες από την Ελλάδα, μας μεταφέρει σε όσα έζησε σε αυτά τα ταξίδια. Εμπειρίες ντοκιμαντέρ για τον μακρινό ελληνισμό, χωρίς να γίνεται ποτέ μελό. Αυθεντικές ιστορίες, καλογραμμένες, γεμάτες εικόνες, χιούμορ, ελπίδα και Ελλάδα.

Είναι κάτι νύχτες αλλιώτικες…», γράφει στην όγδοη σελίδα τού βιβλίου του ο Στέλιος Ελληνιάδης. Για κάποιες από αυτές τις δικές του, ξεχωριστές νύχτες, µας µιλά στα είκοσι επτά κείµενα της πρώτης πεζογραφικής του κατάθεσης. Νύχτες επικίνδυνες, σκαµπρόζικες, στοχαστικές, τραγελαφικές, µεθυστικές, γκροτέσκες, παιχνιδιάρικες, σκοτεινές. Νύχτες, εν τέλει, φωτοβόλες, αξιοµνηµόνευτες για τον ίδιο, αξιανάγνωστες για τους υπόλοιπους, τους «απανταχού φίλους του» –στους οποίους αφιερώνει το βιβλίο– και όχι µόνο.

Ακούραστος κι ανήσυχος οδοιπόρος στα εγχώρια και διεθνή µονοπάτια στα οποία τον οδηγεί η αγάπη του για την ελληνική µουσική αλλά και τους όπου γης ανθρώπους, πολύρυθµος και πολυπράγµων, ο Στέλιος αποδεικνύεται εδώ και ικανότατος αφηγητής. Από το κέντρο και τα στενά τής Αθήνας ώς τη γενέτειρά του, την Κωνσταντινούπολη, κι από εκεί µέχρι τους παγωµένους δρόµους, τις πόλεις και τα χωριά ευάριθµων χωρών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και των καθηµαγµένων Βαλκανίων, ο συγγραφέας συγκεντρώνει αποστάγµατα νυχτερινής µνήµης και µας τα µεταφέρει λιτά και γειωµένα, µε έναν τρόπο γραφής που διατηρεί κάτι από το άρωµα των πεζογραφηµάτων τού Γιώργου Ιωάννου. Η εικονοποιία τής αφήγησης είναι κάποτε κινηµατογραφική κι άλλοτε αχνά ιχνογραφική, ακολουθώντας κατά περίπτωση τις αισθητικές απαιτήσεις τού θέµατος.

Αν και άνισα από την άποψη της πραγµατικής και µνηµονικής βαρύτητάς τους, τα αφηγήµατα είναι λίγο πολύ ισοβαρή από λογοτεχνική σκοπιά και «δένουν» µεταξύ τους, προσδίδοντας επαρκή συνοχή στο βιβλίο. Το γεγονός οφείλεται, νοµίζω, στον λίγο-πολύ ενιαίο τρόπο µε τον οποίο κατατίθενται, από την άποψη της αφηγηµατικής τεχνικής. Έναν τρόπο που ενώ αφήνει κατά περίπτωση περιθώρια στη συγκίνηση, τον στοχασµό και την παιγνιώδη διάθεση, δεν διολισθαίνει στον µελοδραµατισµό, τον ακαδηµαϊσµό ή τη φτηνή πλάκα. Η αποδραµατοποίηση ενισχύεται, εκτός των άλλων, και µε χορταστικές δόσεις περιπαικτικής διάθεσης και υπόγειου, διαβρωτικού χιούµορ. Ακόµη και οι οδυνηρές µνήµες, όπως αυτή τού πρώτου διηγήµατος, όπου ο Στέλιος κόντεψε να αφήσει τα κόκαλά του σε έναν παγωµένο και έρηµο ουκρανικό δρόµο, ή η άλλη όπου η αστυνοµία τον συνέλαβε βιαίως, µπερδεύοντάς τον µε τον… Πάσαρη, τον επικίνδυνο δραπέτη, ο συγγραφέας δεν ξεφεύγει από αυτή τη γραµµή. Αν αντί να συλληφθεί είχε πυροβοληθεί επί τόπου, ως είθισται σε παρόµοιες περιπτώσεις, ο µεν Ελληνιάδης θα είχε εγκαταλείψει… ένδοξα και πρόωρα τα εγκόσµια, οι δε οι υπόλοιποι θα γινόµασταν κοινωνοί ενός εντελώς διαφορετικού και καθόλου αποδραµατοποιηµένου τρόπου πρόσληψης του γεγονότος. Ευτυχώς δεν έγινε έτσι, αυτή τη φορά.

Φίλος και γειτονικός κωπηλάτης στα αµπάρια της ΓΑΛΕΡΑΣ, ο Ελληνιάδης κατάφερε να σκορπίσει στον άνεµο την αµηχανία που πιάνει τον καθένα µας όταν αναγκαζόµαστε να εκφέρουµε άποψη για το έργο φίλων και συνεργατών, ιδιαίτερα αν πρόκειται για πρωτόλειο. Το βασανιστικό ερώτηµα «κι αν δεν µου αρέσει, τι λέω;» µπορεί να στοιχειώσει και κάποια δική µας νύχτα, κάνοντάς την αµήχανα «αλλιώτικη». Δεν συνέβη έτσι, εντελώς διαφορετικά συνέβη. Λάτρης εγώ των πεζογραφικών τεχνικών τής αποστασιοποίησης και του «παραξενίσµατος», απόλαυσα, ωστόσο, απνευστί και εν µία νυκτί, το ακριβώς αντίθετο: µια αφήγηση άµεσα βιωµατική, καθάρια στις προθέσεις και τους στόχους της, εύληπτη, ζωηρή και πολλαπλώς γοητευτική. Ήταν στιγµές που νόµιζα πως είχα απέναντί µου τον ίδιο τον Στέλιο, ρητορεύοντα µε τον δικό του µειλίχιο, γλαφυρό τρόπο. Κι ανάµεσά µας µπινελίκια κι ένα µπουκάλι κόκκινο κρασί, το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο. Για το καλωσόρισµα του Στέλιου σε µια ακόµη τρελοπαρέα, αυτή των πεζογράφων.

του Νίκου Κουνενή – ΓΑΛΕΡΑ


***


Της νύχτας τα αισθήματα

Πολλοί γνωρίζουν τον Στέλιο Ελληνιάδη από το επάγγελμά του: δικηγόρος. Ομως πολύ περισσότεροι τον γνωρίζουν από την αφοσίωση και την προσφορά του σε ό,τι αγάπησε: το ελληνικό τραγούδι, πέρα από τα στερεότυπά του. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, σε μια εποχή που το «έντεχνο» μπορούσε ακόμα να θέτει όρια παντού, εκείνος αναζητούσε μες από το «Ντέφι», ένα περιοδικό που έμοιαζε με ταμπούρι, τις ρημαγμένες λαϊκές φωνές της Αχαρνών. Το 1982 «βεβήλωνε» γιορταστικά τον Λυκαβηττό με πλήθος παλιούς και νέους λαϊκούς αισθηματίες, από τον Πάνο Γαβαλά ώς τον Νίκο Παπάζογλου.

Τον επόμενο χρόνο επαναλάμβανε την «Ελληνική διασκέδαση», με Αριστείδη Μόσχο, Ελένη Βιτάλη κι άλλους πολλούς. Κι έπειτα σόκαρε τους μυγιάγγιχτους ανεβάζοντας στον λόφο και τον Μανώλη Αγγελόπουλο. Αργότερα συνέχισε στο «Παλλάς» με μια φιλόδοξη, πολυήμερη αναδρομή ώς τα εμβατήρια της Σμύρνης.

Ομως ο Ελληνιάδης, είτε κάνοντας παραγωγές του Βασίλη Τσιτσάνη είτε στηρίζοντας έναν μεγάλο λαϊκό καλλιτέχνη που είχε ανάγκη τα στηρίγματα, τον Ακη Πάνου, ποτέ δεν έβλεπε το τραγούδι σαν ψυχαγωγία αλλά μάλλον σαν μια προέκταση της ηθικής και ψυχικής υπόστασης του καλλιτέχνη και του κοινού με το οποίο εκείνος έχει συνδεθεί. Κι αυτή τη σχέση τους την αντιμετωπίζει ακόμα σαν έναν λόγο τιμής που βασίζεται στην κοινή ανάμνηση και την ελπίδα και τηρείται δίχως βιομηχανικές προδιαγραφές. Γι’ αυτό, την τελευταία δεκαετία, που αυτές οι προδιαγραφές κυριαρχούν στο τραγούδι μας, ο Ελληνιάδης αναζήτησε αυτή την κοινή ανάμνηση και την ελπίδα στον μακρινό ελληνισμό. Τα ντοκιμαντέρ του -όχι από τη χαϊδεμένη Αστόρια αλλ’ από την Οδησσό, τη Μαριούπολη, τη Γιάλτα- που μετέδωσε η κρατική τηλεόραση, είναι αληθινά ντοκουμέντα: μουσικά, κοινωνικά, πολιτικά.

Στο βιβλίο του «Μικρά νυχτερινά», που κυκλοφόρησε μόλις από τις εκδόσεις «Ντέφι», ανασαίνουν αρκετοί από τους ήρωες αυτών των τελευταίων 25 χρόνων. Ομως αληθινοί πρωταγωνιστές δεν είναι μόνο πρόσωπα σαν τον Ακη Πάνου. Είναι ένας νεαρός που έδειραν οι αστυνομικοί επειδή έγραφε συνθήματα. Μια τσακισμένη πόρνη στη Σόλωνος, αλλά κι οι άγνωστοι «μουσικάρες» των πανηγυριών. Οι Μολδαβοί τελωνειακοί που τα παίρνουν διασκεδάζοντας με σαδισμό, αλλά κι οι νεαροί Ουκρανοί που τον οδηγούν με αυταπάρνηση, με χιονοθύελλα, στην Οδησσό. Ολ’ αυτά σε μικρής διάρκειας ιστορίες «σαν παραμύθια αληθινά, όπως όλα τα παραμύθια. Μαλακά και σκληρά, σαν τις ουσίες. Με καλούς και κακούς. Με αγάπη και μοναξιά. Διαπλεκόμενα. Απρόβλεπτα. Ολα προσωπικά και όλα νυχτερινά».

Διαβάζοντάς τα, χαίρεσαι τη γλαφυρή οικειότητα της γραφής του. Την προσπάθειά του να είναι ψύχραιμος και δίκαιος με τους χαρακτήρες του, αλλά και τον σεβασμό και την αγάπη που φυλάει για τους αδικούμενους, τους μόνους, τους αυθεντικούς. Εντονα πολιτικός, αλλά ποτέ διδακτικός, ο Ελληνιάδης χαίρεται ν’ ανακαλύπτει το γνήσιο ανθρώπινο συναίσθημα και την αξιοπρέπεια και να τ’ αναδεικνύει μες από τις μυλόπετρες της καθημερινότητας. Αυτό έκανε ουσιαστικά στους δίσκους και τις συναυλίες, αυτό και στο μερακλίδικο βιβλίο του.

Φ. ΑΠΕΡΓΗΣ – ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ


DEFI publications

4 Απριλίου, 2004

DEFI publications

ATHENS 10679,
85, Solonos str.,
Greece
* * *
Εκδόσεις * Παραγωγές ήχου & εικόνας * Οργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων
ΣΟΛΩΝΟΣ 85, ΑΘΗΝΑ 10679
ΤΗΛ: 210-3629569
email:  defi@otenet.gr